αμφίκοιλος

αμφίκοιλος
-η, -ο
αυτός που κι από τις δυο πλευρές είναι κοίλος: Οι μύωπες φορούν γυαλιά με αμφίκοιλους φακούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφίκοιλος — η, ο (ΑΜ ἀμφίκοιλος, ον) ο κοίλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι + κοῖλος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίκοιλον — ἀμφίκοιλος hollowed on both sides masc/fem acc sg ἀμφίκοιλος hollowed on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικοίλους — ἀμφίκοιλος hollowed on both sides masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • διοπτρία — Η μετρική έκφραση του αντιστρόφου της εστιακής απόστασης f των οπτικών συστημάτων γενικά και των φακών ειδικότερα, η οποία ονομάζεται σύγκλισηοπτική ισχύς D. Ο υπολογισμός της δ. (D) προκύπτει από τον τύπο Τα συγκλίνοντα οπτικά συστήματα έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”